ευθηνιαρχία

ευθηνιαρχία
εὐθηνιαρχία, ἡ (Α) [ευθηνιάρχης]
το αξίωμα τού ευθηνιάρχου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευθηνιαρχικός — εὐθηνιαρχικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευθηνιάρχη ή στην ευθηνιαρχία («εὐθηνιαρχικὸς στέφανος») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”